Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η ποδηλασία

См. также в других словарях:

  • ποδηλασία — η, Ν άθλημα, τρόπος ψυχαγωγίας και μέθοδος μετακίνησης με ποδήλατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδηλάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ποδηλασία — η το να τρέχει κανείς με ποδήλατο: Αγώνες ποδηλασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • 2004 Summer Olympics — Games of the XXVIII Olympiad Host city Athens, Greece Motto Welcome Home Nations participating 201 …   Wikipedia

  • Comparison of European road signs — Example of Swiss sign near Lugano Despite an apparent uniformity and standardization, European traffic signs presents relevant differences between countries. However most European countries refer to the 1968 Vienna Convention on Road Signs and… …   Wikipedia

  • Comparaison des panneaux de signalisation routière en Europe — Ceci est une comparaison des panneaux routiers dans 16 pays européens. (Pour voir cet article correctement, assurez vous que la résolution de votre écran est élevée. Sinon, effectuer un zoom arrière de votre navigateur Web) Allemagne, France,… …   Wikipédia en Français

  • Сравнение дорожных знаков Европы — Образец швейцарского знака около Лугано Несмотря на очевидное единообразие, в европейских дорожных знаках существуют значительные отличия. Однако, большинство европейских стран приняли Венскую конвенцию о д …   Википедия

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • ποδηλατικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ποδήλατο ή στην ποδηλασία (α. «ποδηλατικοί αγώνες» β. «ποδηλατικά είδη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ποδηλατιστής — ο, Ν 1. ο ποδηλάτης 2. ο αθλητής που επιδίδεται στην ποδηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο + ιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ποδηλατώ — έω, Ν 1. μετακινούμαι με ποδήλατο 2. εξασκούμαι στην ποδηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδηλάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»